- λαδόπανο
- τούφασμα με το οποίο περιτυλίγεται το βρέφος μετά το χρίσμα με έλαιο από τον ιερέα κατά τη βάφτιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαδόπανο — το πανί με το οποίο τυλίγουν τους νεοφώτιστους μετά το βάφτισμα: Ο νονός τύλιξε το μωρό με το λαδόπανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… … Dictionary of Greek
φωτίκι — το 1. το σεντόνι με το οποίο τυλίγουν το νεοβάφτιστο βρέφος αμέσως μετά την τέλεση του βαφτίσματος, το λαδόπανο. 2. στον πληθ., φωτίκια τα βαφτιστικά ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)